- κακόψυχος
- η , ο злой, злобный; жестокий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακόψυχος — η, ο (Μ κακόψυχος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός, κακός. επίρρ... κακόψυχα μσν. (για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, τού θανατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. καλό ψυχος, ολό ψυχος] … Dictionary of Greek
κακόψυχος — η, ο αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός: Ο κακόψυχος άνθρωπος είναι πάντα επικίνδυνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοψυχώ — και κακοψυχάω (Μ κακοψυχῶ) [κακόψυχος] βασανίζομαι στα τελευταία μου, δύσκολα βγαίνει η ψυχή μου νεοελλ. καταριέμαι κάποιον να έχει κακό ξεψύχισμα, να βασανιστεί στα τελευταία του μσν. 1. ασθενώ βαριά 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
κακοψύχης — ο βλ. κακόψυχος … Dictionary of Greek
κελαινόφρων — κελαινόφρων, ον (Α) αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν (πρβλ. βαρύ φρων, καρτερό φρων)] … Dictionary of Greek
πικράντερος — η, ο, Ν κακόψυχος, άσπλαγχνος 2. εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + άντερο / έντερο] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
στρίγκλος — στρίγκλος, ο και στρίγλος, ο άνθρωπος κακόψυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)